- μπατίκια
- τα1) взнос епископу от священника за получение церковного прихода; 2) обрядовая встреча жениха в доме невесты после обручения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπατίκια — τα η πρώτη επίσκεψη του γαμπρού στο σπίτι της νύφης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβατίκιο — το και εμβατίκι και μπατίκι και εμβατίκια και μπατίκια, τα το ποσό που κατέβαλλε ως δώρο στον επίσκοπο ιερέας για τον διορισμό του σε ενορία … Dictionary of Greek
μπατίκι — το 1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τόν καλλιεργεί για δικό του όφελος 2. στον πληθ. τα μπατίκια α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία β) μικρή οικογενειακή… … Dictionary of Greek